- δειλινό
- Είδος φυτών του γένους μιράμπιλις, γνωστό με την επιστημονική ονομασία μιράμπιλις γιαλάπα (mirabilis jalapa). Το δ. είναι διακοσμητικό φυτό με ψηλούς βλαστούς και μεγάλα φύλλα σε σχήμα καρδιάς. Φτάνει σε ύψος το 1 μ. και τα αρωματικά άνθη του, μήκους 5 εκ., μένουν ανοιχτά από το δειλινό(από όπου οφείλει και την κοινή ονομασία του) έως την αυγή. Στο Περού, χώρα καταγωγής του, είναι πολυετές και αναπτύσσει μεγάλες ρίζες σαν γογγόλια που ζυγίζουν έως 20 κιλά, ενώ στις εύκρατες χώρες φυτεύεται με σπόρους και καλλιεργείται συνήθως ως ετήσιο. Το δ. παρουσιάζει ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον γιατί η διασταύρωση δύο ποικιλιών με άνθη διαφορετικού χρώματος, δίνει μία τρίτη ποικιλία, που διαφέρει από τις δύο προηγούμενες σε ό,τι αφορά το χρώμα των ανθών της.
* * *το (AM δειλινός, -ή, -όν)δειλινό (AM το ουδ. ως ουσ.)1. το δείλι2. το βραδινό φαγητό, το δείπνο («έφαγα το δειλινό μου»)3. (ως επίρρ.) κατά το δειλινό («το δειλινό θε να 'ρθω», «... ὡς περιπατήσαιμι τὸ δειλινὸν ἐν Κεραμεικῷ»)νεοελλ.1. φυτό τού οποίου τα άνθη ανοίγουν το δειλινό και ξανακλείνουν τα πέταλά τους το πρωίμσν.το θηλ. ως ουσ. η δειλινήτο απόγευμα («νύκτας, ἡμέρας καὶ πουρνὰς καὶ δειλινὰς κ' ἑσπέρας»)αρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δείλι2. ο δυτικός.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο τού επιθ. δειλινός < δείλη].
Dictionary of Greek. 2013.